ζωεμπορικός

ζωεμπορικός
-ή, -ό
που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωεμπορία ή το ζωέμπορο (βλ. λλ.): Ζωεμπορική πανήγυρη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζωεμπορικός — ή, ό [ζωεμπορία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωεμπορία ή στον ζωέμπορο («ζωεμπορική πανήγυρη») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”